2009/08/31

Σελίδες Λευκές

τις κρατούσα στα χέρια. και μπήκα στο αυτοκίνητο.
τι είναι αυτό που κρατάς;
δεν είναι απίστευτα όμορφο; μου το χάρισε μία φίλη μου.
και χαμογέλασα. με όλες τις λέξεις που ακούστηκαν. μία προς μία. γνωστές λέξεις. που μοιάζουν να γίνονται άγνωστες. στο πέρασμα του χρόνου. άφησα το βλέμμα να ταξιδέψει. στα φωτάκια του δρόμου. στα φωτάκια του ουρανού. στα φωτάκια των χαμόγελων. σαν να μην είχε οροφή το αυτοκίνητο. και άρχισα να αποτυπώνω εικόνες. που άγνωστες μοιάζουν. μα τόσο γνωστές γίνονται. να αποτυπώνω χαμόγελα. που κάθε φορά μου θυμίζουν πώς τα δύσκολα και τα εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ένα χαμόγελο. αυθεντικό. αληθινά αισιόδοξο. τις είχα ακουμπήσει στα γόνατα. και χαμογελούσα. τις αποτύπωσα σε φωτογραφία. σε εικόνες βλέμματος. που χαμογελούσε. ίσως μελαγχολικά αισιόδοξα. χαμογελούσε.
πάλι με κλειστά μάτια βγήκες. ακόμα μία. θα με βγάλεις μια φωτογραφία τώρα που οδηγώ; χαμογελάστε. και μην κλείσεις τα μάτια. χαμόγελο. σε όλες τις εικόνες που προσπερνάμε κλείνοντας τα μάτια. έστω και για ένα δευτερόλεπτο.
μιλούσαμε. για όλα τα ίδια. όλα τα διαφορετικά. όλα αυτά που μοιάζουν τόσο ίδια. τόσο διαφορετικά. για όλα τα δύσκολα που τόσο εύκολα μπορούν να γίνουν. σαν θυμάσαι να μην ξεχνάς. να χαμογελάς. σαν άρθρα και ονομασίες που καταπίνονται τόσο δύσκολα και τόσο εύκολα σαν καταπίνεις μία καραμέλα απλή.
πάμε. με περιμένουν. μισό να πάω τουαλέτα. γιατί σε καθρέφτες άγνωστους τα μαλλιά μου φαίνονται περισσότερο γκρι από ότι στον δικό μου; το άσπρο που ανακατεύεται με το μαύρο. χαμογέλασα στην εικόνα που αντίκριζα. μεγαλώνεις μικρέ. σελίδες λευκές.
πόσο αυτονόητα μοιάζουν μερικά πράγματα. από αυτά τα αυτονόητα που προσπαθώ τόσο καιρό να καταλάβω γιατί να γίνονται αυτονόητα. σαν ετικέτες μην πετάτε χαρτιά στην λεκάνη. και το μόνο που αντικρίζεις είναι μία λεκάνη γεμάτη χαρτιά. σκέφτηκα πόσο κόπο χρειάζεται κάποιος να πατήσει ένα κουμπί. να παρασύρει όλα αυτά που αυτονόητα μοιάζουν. ενώ εξαίρεση θα έπρεπε να είναι. πάντα έχω την απορία. στο σπίτι τους τα αμολάνε και όπου πάνε; και εντάξει ναι τα αφήνουν και όπου τύχει. είναι τόσο ακατόρθωτο να πατήσει κάποιος το κουμπί; από τους τόσους και τόσους που περνούν; για αυτόν ακριβώς τον λόγο. ότι δεν είναι σπίτι τους εδώ. ή είναι; χαμογέλασα. στιγμές ψιθυρίζω στο μυαλό να σταματήσει να μιλά. μα δεν με ακούει. και δεν με νοιάζει. να αλλάξω τον κόσμο όλον δεν με απασχολεί πλέον. και δεν μπορώ. νοιώθω εξακριβωμένα αδύναμος. μα όπου μπορώ να πατώ ένα κουμπί να τρέξει λίγο νερό θα το κάνω.
σαν όλα αυτά που συνηθίζουμε. να αντέχουμε. να ανεχόμαστε. ξεχνώντας ακόμα και να ψιθυρίζουμε. μα είναι τόσο απλό να πατήσεις ένα κουμπί. και να τρέξει λίγο νερό. σαν ένα ποτήρι νερό που χρειάζεται μία γλάστρα. να ανθίσει. σαν ένα δέντρο σε κάθε αυλή. σαν ένα δέντρο έξω από κάθε αυλή. που ξεχνάμε να ποτίζουμε. γιατί η φύση ξέρει. μα εμείς μοιάζει να μην μαθαίνουμε ποτέ. και όταν συνηθίζουμε τα όριά μας τα ξεχειλώνουμε ακόμα λίγο. να αντέξουμε πολλά περισσότερα. νομίζοντας πως αθάνατοι είμαστε. στο πέρασμα μίας ζωής. που ελάχιστοι μοιάζουμε στο πέρασμά της.
παρατηρούσα πρόσωπα. στην ταράτσα. τις κινούμενες εικόνες απέναντι. τόσο ίδια. τόσο διαφορετικά. ανάμεσα σε τόσο κόσμο. και αισθάνθηκα την μελαγχολική μου αισιοδοξία να χαμογελά. και πάλι. στην μοναξιά που νοιώθει κανείς. στο πέραμα του χρόνου. αδειάζοντας. γεμίζοντας. σελίδες. βλέμματα. λέξεις. χρώματα. ζωές. δύσεις. ανατολές. θανάτους. αλήθειες. βράχους. ουρανούς. ψέματα. άμμους. χαλίκια. θάλασσες. όνειρα. σκέψεις. λέξεις. ήχους. ψίθυρους. φλόγες. ανοχές. αντοχές. στάχτες. σκιές. φώτα. με πράξεις. λέξεις. χρώματα. χαμόγελα. σκέψεις. δάκρυα. ψίθυρους. γράφοντας. ζωγραφίζοντας. τσαλακώνοντας. σκίζοντας. διαβάζοντας. γεμίζοντας. σελίδες. τόσο άδειες. τόσο γεμάτες. ακούμπησα σελίδες λευκές.

δύο πενήντα δύο. σελίδες λευκές. σε εκατόν είκοσι έξι. φύλλα χαρτιού. άσπρα. τις μέτρησα. μία προς μία. δύο φορές. σαν γύρισα σπίτι. χαμογελώντας καθώς μετρούσα. και μισή να ήταν. και χίλιες. το ίδιο θα χαμογελούσα. να νοιώσω απλά τον κόπο που έκανες. την σκέψη και μόνο. να τις ενώσεις μία μία. να τις τυλίξεις με αυτήν την γλυκύτητα σκέψης. τόσο γνωστής. τόσο άγνωστης. στο πέρασμα του χρόνου. και να μου τις χαρίσεις. ήθελα να σου ψιθυρίσω τόσα ευχαριστώ. από αυτούς τους ψίθυρους που κάνουν τις φωνές σιωπή. και χαμογελούσα. αμήχανα. τις συνάντησαν το βλέμμα μου σαν το κρατούσες. σαν το ακούμπησες στην μεριά σου. μα δεν πέρασε καν σκέψη από το μυαλό. και χαμογέλασες. με αυτόν τον τρόπο που χαμογελούν καθάρια βλέμματα φωτεινών ψυχών. τόσο καθαρά πρόσωπα. άνοιξέ το. και το έσπρωξες απαλά προς το μέρος μου. να μου χαρίσεις όλα αυτά που πολλές φορές αισθάνομαι να ξεχνώ. στο πέρασμα του χρόνου. να μου θυμίσεις πώς μία έκφραση κουρασμένη μπορεί τόσο να φωτιστεί από μία απλή σελίδα λευκή. σαν χαρίζεται με αυτήν την καθάρια αλήθεια συναισθημάτων.
πόσο σε ευχαριστώ. και σαν αφεθεί. ένα γέλιο. ένα χαμόγελο. ένα δάκρυ. να χαμογελάσεις απλά. με αυτόν τον τρόπο που χαμογελούν καθάρια βλέμματα φωτεινών ψυχών. άγνωστων βλεμμάτων. που γνωστά γίνονται. καθώς γνωστά μοιάζουν να είναι. πόσο σε ευχαριστώ.

2009/08/28

Μπλουζάκια

θα πάω τελικά σήμερα. καλά όχι πως σε νοιάζει και ιδιαίτερα. και ούτε πως θα αλλάξει και κάτι δραστικά. μα θα πάω.
μισό να δω αν έχει μείνει κανένα μαύρο μπλουζάκι. πόσο περίεργα μοιάζει να συμπεριφερόμαστε μερικές φορές. μικρότεροι σκουραίνουμε τα αυθόρμητα χαμόγελα με δάκρυα. και μαύρα ρούχα. και όσο μεγαλώνουμε φωτίζουμε την θλίψη μας με χαμόγελα. και πολύχρωμα ρούχα. ένα τζιν θα φορέσω. και ένα μπλουζάκι. πράσινο.
θα πάω σήμερα. στο σύνταγμα. να περπατήσω. και να κάτσω. λίγο. για τα καμένα. δεν με νοιάζει αν είναι του συστήματος του αντί συστήματος του αριστερά του δεξιά του πάνω του κάτω του πέρα του δώθε του μέσου του άκρου. αν έχει καπέλο σκούφο σάλιο μαλλιά κρανίο γυμνό. δεν με νοιάζει καθόλου. θα πάω. με μπλουζάκι πράσινο. και μπλε και θαλασσί και κόκκινο και πορτοκαλί και κίτρινο και καφέ και μωβ και ροζ. μπλουζάκια πολλά στην ντουλάπα. χρώμα πολύ. πολύ χρώμα και στους τοίχους. μεγαλώνω. το πράσινο θα φορέσω. έχει ζέστη ακόμα. δεν γίνεται όλα να τα φορέσω. το πράσινο. και μην πάει το μυαλό σου σε συμβολισμούς αυθαίρετους. ούτε καν συμβολισμούς. το πράσινο.
για το πράσινο χρώμα. που γίνεται μαύρο. γκρι. καφέ. και χάνεται στο μπλε. για το πράσινο χρώμα του βασιλικού. που εμφανίστηκε ξαφνικά. και πάλι. σαν άρχιζα να ποτίζω την γλάστρα. την έχεις δει. στο πριν. έβαζα βασιλικό. πράσινο ευωδιαστό το καλοκαίρι. που γινόταν καφέ. ανύπαρκτος τον χειμώνα. την άνοιξη έβαζα καινούργιον. μέχρι να γίνει καφέ τον χειμώνα. και ανύπαρκτος. και σταμάτησα. την άφησα την γλάστρα. απλά να υπάρχει στο τραπέζι. ξεράθηκε και το χώμα. σκέφτηκα να την πετάξω. μα θυμήθηκα πως δεν πετάω πράγματα. και ειδικά γλάστρες. με θλίβουν τόσο οι πεταμένες γλάστρες.
και έσπασε ένα κλαδί. από ένα μπούζι. είναι ευαίσθητα αυτά. δεν έχουν σκληρά κλαδιά. ήταν τόσο ζωντανό. δεν είχε θέση μαζί με τα φύλλα τα ξερά σε μία σακούλα μέσα. τρύπησα το χώμα. και το έβαλα μέσα. και ένα ποτήρι νερό. καθημερινά. και ρίζωσε. την έχεις δει. στο πριν. και άνοιξε το χώμα. να εμφανιστεί κάτι. πράσινο. μα τι ήταν αυτό; μα ναι. ο βασιλικός. που υπήρχε ακόμα. ξεχασμένος ανύπαρκτος σε ξεραμένο χώμα. και μεγαλώνει. με ένα ποτήρι νερό. και μία θύμηση της ύπαρξής του. θυμίζοντάς μου. την διάρκεια. μίας αναπνοής.
θα πάω σήμερα.
για τον βασιλικό τον πράσινο.
που μου έμαθε πώς κάτι το ελάχιστο δίνει ζωή.
που μου θύμισε πως κάτι το ελάχιστο μοιάζει να είναι η ζωή. για μία σκιά σε ένα πνευμόνι.
που απλά ένα ποτήρι νερό είναι αρκετό. να του δώσει χαμόγελο. να χαμογελάσει. στην σωτηρία της αναπνοή του. στην διάρκεια μίας ζωής. στο ελάχιστο της ύπαρξής μας.
θα πάω σήμερα.
ένα τζιν θα φορέσω.
και ένα μπλουζάκι.
χρωματιστό.
πολύχρωμο.

2009/08/23

Φθορά

νοιώθω τόσο μικρός
κουράστηκα
θέλω να κρυφτώ στην αυλή
νοιώθω τόσο ασήμαντος
να κρυφτώ στην αυλή
σαν τίποτα να νοιώθω
είμαι κρυμμένος
κρυφτώ στην αυλή
απέναντι εικόνες στην σιωπή
κοινότοπες λεζάντες
μίας επαναλαμβανόμενης φθοράς
της ανάσας της ζωής
κουράστηκα
στην αυλή
που γεμίζει στάχτες
μίας επαναλαμβανόμενης φθοράς
της ζωής
αυλή
χάρισέ μου τους φόβους σου
να νοιώσω ασήμαντος
είμαι κρυμμένος εδώ
να σε προσέχω
όσο μπορώ όπως
νοιώθω τόσο μικρός
τόσο ασήμαντος
τόσο αδύναμος
στην επαναλαμβανόμενη φθορά
της ανάσας της ζωής


2009/08/20

[Επι]Πλέοντας

περπατούσα. και ήθελα να αρχίσω να χορεύω. με τα χέρια στις τσέπες. και ήθελα να αρχίσω να χορεύω. ακουμπούσα. τα κλειδιά. να γεμίζουν την παλάμη. την ασφάλεια. μίας αυλής. που ξεκλείδωτη ήταν. πόσο θα ήθελα ικανότητα να είχα. σε έναν ήχο. σε έναν χορό. σε μία εικόνα. σε μία λέξη. πόσο θα ήθελα να πιστέψω. σε λέξεις μυαλού. αγγίζοντας σώμα. πάλι και. χωρίς φόβο με.
κάπνιζα. ακούγοντας λέξεις. τόσο ίδιες. τόσο διαφορετικές. χαμογελώντας. σε έναν χορό. στον καπνό. στην μέση ενός δρόμου. τόσο οικείου. τόσο διαφορετικού. σαν έναν χορό. με μουσική χωρίς.
καθόμουνα. χαμογελώντας. βυθιζόμενος. σε λέξεις. του έξω. του μέσα. πόσο θα ήθελα να σκαρφάλωνα. στον τοίχο. αρχίζοντας έναν χορό. με μουσική. που ηχούσε στο μυαλό. να σηκώσω τα χέρια. απλώνοντας. χαμογελώντας. δακρύζοντας. πετώντας. υφάσματα. που κρύβουν το πέρασμα του χρόνου. στο πέρασμα του χρόνου. χωρίς φώτα με.
έπινα. χορεύοντας. σε χαμόγελα. πόσο θα ήθελα να μεθύσω. ελευθερώνοντας μία γύμνια. ψυχής. στον τοίχο πέρα. αρχίζοντας έναν χορό. με μουσική. που ηχούσε στο μυαλό. με ποτό χωρίς.
κατέβηκα. πριν το επόμενο στενό. σε αυτό που είναι κάθοδος. και άρχισα να τρέχω. στην ανηφόρα. χορεύοντας. καπνίζοντας. με ένα ποτό στο χέρι. ακουμπώντας. τα κλειδιά. να γεμίζουν την παλάμη. την ασφάλεια. μίας αυλής. που ξεκλείδωτη πάντα θα είναι.
λαχάνιασα. στα μισά σχεδόν. αφήνοντας τον ιδρώτα να τρέχει. σαν δάκρυα ενός σώματος. για την γύμνια. μίας αντοχής. χωρίς ανοχή με.
έκρυψα το δάκρυ. σε έναν ιδρώτα που έτρεχε. περπατώντας. αναπνέοντας χαμόγελα. ξεχνώντας. πώς είναι να θυμάμαι. μία θλίψη. ενός χαμόγελου. άναψα τσιγάρο. ήπια γουλιά. θυμίζοντας μου. πώς είναι να ξεχνώ. ένα χαμόγελο. της θλίψης.
περπατούσα. και ήθελα να αρχίσω να χορεύω. με τα χέρια στις τσέπες. και ήθελα να αρχίσω να χορεύω. ακουμπούσα. τον καπνό. την γουλιά. το χαμόγελο. την παλάμη. τα κλειδιά. να γεμίζουν την παλάμη. την ασφάλεια. μίας αυλής. που ξεκλείδωτη είναι. αρχίζοντας να χορεύω. με χέρια απλωμένα

2009/08/15

Γιούκα

δεν τον άκουσα τον θόρυβο. έλειπα. τον ένοιωσα αργότερα. σαν γύρισα σπίτι. καιρό μετά που έφυγες. δεν θέλανε να διακόψω. αυτό που λένε χρέος στην πατρίδα. ίσως καλύτερα. ίσως χειρότερα. ποτέ δεν ξέρεις με τις υποθέσεις. παρά μόνο με την αλήθεια των στιγμών. στην ίδια τους την διάρκεια. βγήκα στην βεράντα. σαν να έλειπαν γλάστρες. και αυτή η μία. σκέφτηκα να ρωτήσω. μα έλειπες ήδη εσύ. πόση σημασία μπορεί να έχει μία γλάστρα.
δεν τον άκουσα τον θόρυβο. τον ένοιωσα αργότερα. σαν γύρισα σπίτι. καιρό μετά που έφυγες. το είδα στην άκρη της αυλής. χωρίς την γλάστρα. στο χώμα. σκέφτηκα πώς την κατεβάσανε κάτω. την θυμόμουνα βαριά. και μεγάλη. θυμήθηκα πόση χαρά ένοιωσες όταν την τακτοποίησες στην βεράντα. χαμόγελο ικανοποίησης. από αυτά που δικαιώνουν την όποια εξάντληση. σαν την κουβαλούσες δέκα και τετράγωνα. ανηφόρα δρόμο. με τα πόδια. στα χέρια. και δύο ορόφους μετά. σκαλί σκαλί. έλειπα όταν την έφερες. απλά την είδα στην γωνιά της. το είδες το γιούκα μου; αναφώνησες μπαινοβγαίνοντας στην βεράντα. και δεν με άφηνες να διαβάσω. και να απομονωθώ στους ήχους. σε παρατηρούσα. σκεφτόμενος. πόση σημασία μπορεί να έχει μία γλάστρα.
τον ένοιωσα τον θόρυβο. ένα βράδυ που άνοιξες την πόρτα. είδες το γιούκα του; ψιθύρισες. χαμήλωσα τους ήχους. έβγαλε και άλλον κορμό. και άρχισες να μιλάς. καιρό μετά που έφυγε. για λεπτομέρειες που ήθελα να ρωτήσω. μα φοβόμουν. να μην σε κάνω να θυμάσαι. την σημασία που μπορεί να έχει μία γλάστρα. και ανάμεσα στα χαμόγελα και στα δάκρυα σε είδα. να την μετακινείς. αυτήν την βαριά. την μεγάλη. μόνη σου. εσύ που φώναζες τον τάκη να τις μετακινεί. χαμογέλασες αναρωτώντας πού την βρήκα την δύναμη; πώς την σήκωσα; την πέταξες από την βεράντα. στην αυλή κάτω. γεμίζοντας κραυγές τον θόρυβο. που κάνει μία γλάστρα σαν γίνεται κομμάτια. πόση σημασία μπορεί να έχει μία γλάστρα.

τον ένοιωσα τον θόρυβο. ένα πρωί. που με συνάντησες στην αυλή. να παρατηρώ το γιούκα του. ανθισμένο. με καμπάνες μικρές. άσπρες. την πέταξα την γλάστρα χαμογέλασες. κομμάτια είχε γίνει. και το χώμα διαλύθηκε στα κομμάτια. πώς την σήκωσε η μάνα σου; μα ούτε ένα φύλλο δεν έσπασε. το φύτεψα εδώ. είδες πόσο μεγάλωσε;
ένοιωθα τον θόρυβο. των φωνών. πρωί. βράδυ. μέρες ολόκληρες. σαν πριόνισε έναν κορμό. που θα εμπόδιζε το αμάξι. να το παρκάρει στην αυλή. ίσως καλύτερα. ίσως χειρότερα. ποτέ δεν ξέρεις με τις υποθέσεις. παρά μόνο με την αλήθεια των στιγμών. στην ίδια τους την διάρκεια. θέλησα να φωνάζω και εγώ. να σταματήσουν τις φωνές. για μία γλάστρα. που έγινε κομμάτια. μα δεν. δυνάμωνα τους ήχους.
νοιώθω την αύρα. κάθε φορά που τα παρατηρώ. κομμάτια που γίνανε κορμοί. που δεν χωράνε πλέον στα όρια μιας εικόνας. είναι και άλλα γιούκα. δίπλα. παραδίπλα. τις κατεβάσανε κάτω στην αυλή. γλάστρες μικρότερες. μα το δικό σου έχει γίνει το πιο μεγάλο. με τους περισσότερους κορμούς. και έχει ανθίσει τις περισσότερες φορές. και συνεχίζει. που δεν χωράνε πλέον στα όρια μιας εικόνας. νοιώθω την αύρα. κάθε φορά που το προσπερνώ. είναι το γιούκα σου. που είχες την δύναμη να το κουβαλήσεις τόσο ανηφόρα δρόμο. που βρήκε την δύναμη να το σηκώσει η μαμά. που βρήκε την δύναμη να το μεταφυτέψει ο μπαμπάς. για την σημασία που μπορεί να έχει μία γλάστρα. που δεν υπάρχει καν.

2009/08/08

Πετώντας

στο επόμενο στενό, όχι σε αυτό γιατί είναι κάθοδος, στο επόμενο πάνω δεξιά
εδώ
εδώ όπου μπορείτε με αφήνετε
χαμογέλασα π
όσες φορές να έχουν ειπωθεί οι φράσεις αυτές
ακόμα και με το αυτοκίνητο
το μου
το όποιο
με αυτήν ακριβώς την σειρά
ακόμα και με το μηχανάκι
το μου
το όποιο
και με τα πόδια
χαμογελώ φτάνοντας στην στροφή
γνωρίζοντας πως θα ακουστούν στο μυαλό
εδώ όπου μπορείτε με αφήνετε
και αν με αφήσει εκεί;
και όχι εδώ;
σε πόσες στιγμές
τόσο ίδιες
τόσο διαφορετικές
αυτές που θυμάμαι
και αυτές που δεν
και όπου και να με αφήσει
όπου και να με αφήσω
αφουγκράζομαι
το φύσημα
το σου
το όποιο
του όποιου;
το ξεφύσημά σου
στην πόρτα
πριν καν φτάσω στην εξώπορτα
πριν καν αγγίξει το κλειδί
την πόρτα
την προσπέρασα
χαμογελώντας
από αυτά τα χαμόγελα
που αγκαλιάζουν το βλέμμα
σου αφουγκράστηκα περίμενε
έρχομαι
κοίταξα ψηλά
φυσούσε λίγο
ένοιωθα την μπλούζα
να χαϊδεύει το δέρμα
την άφησα
στην πόρτα της αυλής
αντίκρισα τον κισσό
αφήνοντας τα ρούχα
να αδειάζουν το σώμα
βρέθηκα ψηλά
ένοιωθα το αεράκι
να χαϊδεύει το σώμα
χαμογέλασα
από αυτά τα χαμόγελα
μίας σιωπηλής κραυγής
άπλωσα τα χέρια
σαν να άγγιξαν
το φως
το σκοτάδι
περάσανε πάνω από το σώμα
δίπλα
μέσα
και αρχίσανε να χορεύουν
παρασέρνοντας το σώμα
στο βύθισμα ενός πετάγματος
τόσες εικόνες
ίδιες
και η ίδια εικόνα
τόσο διαφορετική
σε διαφορετικές στιγμές
ένοιωθα βλέμματα
να βυθίζουν
να βυθίζονται
να αγγίζουν
να αγγίζονται
άπλωσα χέρια
στο πέραμα του χορού
να αγγίξει τον χορό
κάποιου
κάποτε
εδώ
εκεί
άλλου
ίδιου
διαφορετικού
που την ίδια στιγμή
βρέθηκε σε έναν κισσό
να χορεύει με ένα φεγγάρι
γλίστρησα πετώντας
στο δίχτυ μίας αυλής
χαμογέλασα
από αυτά τα χαμόγελα
που μοιάζουν να ασφαλίζουν συναισθήματα
υπάρχει ασφάλεια συναισθημάτων;
υπάρχει αλήθεια ψυχής
άφησα την μπλούζα
στην πόρτα της αυλής
ανοίγοντας την πόρτα

2009/08/01

Δυνάμωνε Στο Πέρασμα

και τον δυνάμωνες. ακουμπώντας πίσω το κεφάλι. κλείνοντας τα μάτια. όχι για πολύ. οδηγούσες. έτσι έμαθες να ονειρεύεσαι με μάτια ανοιχτά; από πάντα το αισθανόσουνα. πάντα; κεφάλι πέρα. και δώθε. αργά. χαμογελαστά. προσπαθούσες να ακούσεις τις σκέψεις. να πηγαίνουν από δω. να πηγαίνουν από κει. και βυθιζόσουνα. σε αυτήν την φωνή. ίσως την δική σου. στα λεπτά του στερεοφωνικού. στα φωτάκια της πόλης. στα φωτάκια του αμαξιού. πατώντας γκάζι. ψιθυρίζοντας. τον ήχο. τραγουδώντας. με μάτια θολά. έχεις τραγουδήσει ποτέ με την σιωπή; και τον δυνάμωνες. όσο χαμήλωνε τον δυνάμωνες. να μην χαμηλώσει ποτέ. προσπαθώντας να αρπάξεις τις εικόνες που τρέχανε δίπλα σου. κοιτώντας μπροστά. οι ίδιες εικόνες. οι διαφορετικές εικόνες. κάθε βράδυ. κάθε απόγευμα. κάθε μεσημέρι. κάθε πρωί. και τον δυνάμωνες. σαν χαμήλωνε. και πάλι από την αρχή.

θέλοντας να ακουμπήσεις ένα χαμόγελο. και να βυθιστείς.
θέλοντας να μιλήσεις ένα άγγιγμα. και να ανατριχιάσεις.
θέλοντας να ακούσεις ένα βλέμμα. και να χαμογελάσεις.
θέλω να σταθώ γυμνός. μπροστά σου. και να μην με νοιάζει.
το πέρασμα του χρόνου.

δυναμώνοντας. σταμάτησες στην άκρη. άφησες την πόρτα ανοιχτή. με τον ήχο να απλώνεται παντού. μέσα. έξω. άλλαζαν τα χρώματα. το βαθύ μπλε. να γίνεται πορτοκαλί. προς ανοιχτό μπλε. γαλάζιο έντονο. στάθηκες στο πεζούλι. απλώνοντας τα χέρια. να σε ακουμπήσει ο αέρας. με μάτια κλειστά. ορθάνοιχτα. να ακουμπήσεις το άπειρο. παίζοντας με τον καπνό. βυθισμένος στα φωτάκια. παίζοντας με την σκιά. μίας γύμνιας. ίσως δικής σου. τόσο γαλήνη. τόσο θόρυβος. και τον δυνάμωνες. σαν χαμήλωνε. τον δυνάμωνες. να μην τελειώσει ποτέ.

χορεύοντας. με το σώμα σου. έξω από το σώμα σου. μέσα στο μυαλό σου. έξω από τις σκέψεις σου. πετώντας. στα φωτάκια. στους καπνούς. στο μπλε. σε αυτό το μπλε. εκεί που τελειώνει η θάλασσα. και αρχίζει ο ουρανός. και γινόταν πορτοκαλί. βυθίζοντας τα χρώματα. στα χρώματα. γύρισες. σε βρήκες καθισμένο. κουρασμένο. ίσως αποκαμωμένο. να μετράς φωτάκια καπνούς χρώματα. μα χαμογελαστό. στάθηκες όρθιος. στο πεζούλι. με χέρια ανοιχτά. να σε αγκαλιάσει ο αέρας. να αγκαλιάσεις το μπλε. έβαλες μπροστά. και τον δυνάμωσες.